Κάθομαι σε ένα παγκάκι της σχολής -μιας και πλέον άνοιξε-, ο καιρός είναι μουντός και ίσως σε λίγο αρχίσει να βρέχει. Γενικά είναι η καλύτερη μου μιας και πάντοτε ήμουν παιδί που σιχαινόταν τον ήλιο και την ζέστη, ταυτίζεται και λίγο με τον καιρό που επικρατεί τα τελευταία χρόνια μέσα μου οπότε αλήθεια δεν παραπονιέμαι.
Πάραυτα, ίσως λόγω καιρού, ίσως λόγω ημέρας και απίστευτα βαρετού προγράμματος σήμερα -είπαμε συνεπείς φοιτητές αλλά κάπου εδώ χτυπάει και η πραγματικότητα- οι περισσότεροι μου φίλοι/ γνωστοί λείπουν και το Πολυτεχνείο είναι γεμάτο ξένα πρόσωπα από τα οποία εγώ δεν μπορώ να στηριχτώ. Είναι κακό συνήθειο να χρειάζεσαι πάντα τρίτους για να νιώσεις οικεία σε οποιοδήποτε μέρος και το έχω από μικρή ηλικία. Ώρες ώρες νιώθω πως είμαι μόνη μου σε έναν κόσμο που ποτέ δεν με κατάλαβε και ουδέποτε δεν θα με καταλάβει. Και το γεγονός πως όλη μου η ψυχολογική κατάσταση εξαρτάται από τρίτους παράγοντες δεν με βοηθάει καθόλου.
Αρχικά, θαυμάζω τους ανθρώπους που καταφέρνουν και τα έχουν καλά με τον εαυτό τους, το θεωρώ το πιο απλό αλλα ταυτόχρονα το πιο δύσκολο πράγμα που μπορεί να καταφέρει κάποιος, να αποδεχτεί δηλαδή και να προσαρμόσει την προσωπικότητα του με τρόπο τον οποίο θα νιώθει καλά ο ίδιος να συνυπάρχει στο σώμα του.
Γύρω μου περνάνε παρέες ανθρώπων που ο καθένας συζητάει τα δικά του, μου φαίνεται λίγο περίεργο το πως κυλάει ο χρόνος και εμεις προσπαθούμε να επιβιώσουμε πάνω σε αυτόν, δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω ολοκληρωτικά την έννοια του και το πως εμείς ορίσαμε πως τον μετράμε.
Σήμερα και πολλά σήμερα που πέρασαν, όλα ήταν μονότονα, σαν το καιρό θα έλεγα.