«Γιατί δε μπορούσε να περιμένει ως το πρωί αυτό, μπαμπά; Αυτά τα μεταμεσονύκτια μαθήματά σου έχουν καταντήσει κουραστικά!», μουρμούρισε το νεαρό αγόρι, σχεδόν ακαταλαβίστικα, όπως έκανε κάθε φορά που τον ξυπνούσε ο πατέρας του μέσα στ’ άγρια χαράματα. Η ώρα δεν ήταν μακριά από την αυγή, και όσο οι δυο τους περπατούσαν στην δροσερή εκείνη νύχτα του καλοκαιριού, το βήμα του πατέρα έδειχνε αποφασιστικότητα, και η ματιά του ήταν κλειδωμένη στον αόρατο ορίζοντα πάνω από την σκοτεινή θάλασσα και ουρανό, που είχαν γίνει ως ένα.
«Σε κουράζω για το καλό σου, μικρέ. Αυτό το μάθημα ίσως είναι το πιο σημαντικό απ’ όλα! Ελπίζω μόνο να μην έχουμε αργήσει…», είπε ο πατέρας στο γιό του χωρίς να τον κοιτάξει, σχεδόν ψιθυρίζοντας, με τη φωνή του να αναμειγνύεται με την ησυχία της νύχτας, απαλή μα στωική, δίχως να διαταράσσει την ατμόσφαιρα γύρω τους. Ο προορισμός τους ήταν η άκρη του γκρεμού που δέσποζε πάνω από τον απέραντο ωκεανό μπροστά τους, όπου οι δυο τους περνούσαν αρκετές από τις ώρες τους, και ιδιαίτερα κατά τη δύση του ηλίου. Το ηλιοβασίλεμα προσέφερε πάντοτε μια όμορφη στιγμή για να έρθουν πιο κοντά, ειδικά μετά που έμειναν οι δυο τους, με τον πατέρα να μεγαλώνει μόνος του ένα παιδί που έδειχνε μέρα με τη μέρα ότι είναι περισσότερο γονιός από τον ίδιο.
Κάθισαν στην άκρη του βράχου, με τα πόδια τους να κρέμονται πάνω από το αέναο κενό στο οποίο είχε μετατραπεί η θάλασσα μες το σκοτάδι. Μια απέραντη άβυσσος, ταυτόχρονα τρομακτική και όμορφη με τον δικό της μοναδικό τρόπο. Εκεί, στην ηρεμία, ο πατέρας πήρε μια βαθιά ανάσα, και μίλησε για άλλη μια φορά.
«Πες μου γιέ μου, ξέρεις τι είναι η ελπίδα; Ή μάλλον, μια καλύτερη ερώτηση θα ήταν, τι είναι η ελπίδα για σένα;». Το αγόρι σκέφτηκε για λίγο. Είναι πράγματι δύσκολο να περιγράψεις τι είναι η ελπίδα. Και οι δυο το ήξεραν, και ο μικρός είχε διδαχθεί καλά μέσα στα χρόνια. Το πιο εύκολο θα ήταν να περιγράψει κανείς τι είναι αυτό που αντηχεί μέσα του όταν σκέφτεται την ελπίδα, και έτσι απάντησε ο μικρός.
«Ξέρεις καλά τι είναι για μένα, μπαμπά. Ελπίδα είναι αυτό που νιώθω όταν είσαι μακριά, και περιμένω να γυρίσεις. Ελπίδα είναι το όνειρό μου να βγω κάποια μέρα εκεί έξω, ολοταχώς προς εκείνη τη γραμμή που συναντά ο ουρανός τη θάλασσα, που κάθε μέρα με καλεί κοντά της, όταν είμαι αρκετά μεγάλος. Και ελπίδα είναι όταν κάθομαι μόνος εδώ, κοιτάζοντας με τις ώρες τον ορίζοντα μήπως δω τη μαμά να επιστρέφει. Υποθέτω, δεν είναι πάντα εύκολο να ελπίζεις, και πολλές φορές αναρωτιέμαι αν αξίζει καν.» Ο πατέρας του γύρισε και τον κοίταξε με ένα ζεστό χαμόγελο, έβαλε το χέρι του γύρω από τον γιό του και τον έφερε κοντά του. Σήκωσε το δάκτυλό του και έδειξε προς τον μαύρο καμβά μπροστά τους, και είπε με παρηγορητική φωνή.
«Το βλέπεις εκείνο το κίτρινο φως πέρα μακριά; Εκείνη την αμυδρή κουκίδα που τρεμοπαίζει στον ωκεανό; Εφόσον λοιπόν, είναι δύσκολο να εκφράσουμε τι είναι πραγματικά η ελπίδα, σκέψου ότι το φως εκείνο είναι η ίδια η ελπίδα.»
«Νομίζω πως είναι απλά κάποιος ψαράς, μπαμπά!» Οι δυο τους γέλασαν για λίγο, κοίταξαν τον ουρανό, και με μια βαθιά ανάσα ο πατέρας συνέχισε.
«Ναι, μάλλον αυτό είναι. Κάνε όμως τη χάρη στο γέρο σου για ένα λεπτό, ε; Λοιπόν, αυτό το μικρό φως είναι η ελπίδα, και όλο το σκοτάδι γύρω του είναι οι αμφιβολίες και οι φόβοι μας, που πάντα προσπαθούν να το καταβροχθίσουν και να μας τραβήξουν στο βυθό. Και όσο εμείς το κοιτάμε, υπάρχουν δυο πράγματα που μπορεί να συμβούν. Είτε θα εξαφανιστεί και θα χαθεί στο σκότος, αφήνοντας μας να ατενίζουμε κατευθείαν στον φόβο μας, ή θα παραμείνει εκεί, πάντα αψηφώντας την άβυσσο γύρω του. Ποιο είναι το μάθημα που μπορούμε να λάβουμε από αυτό;»
Ο μικρός κοίταξε τον πατέρα του κάπως μπερδεμένος. Κάθε τέτοιο μάθημα πάντα είχε κάποιο νόημα, συνήθως κρυμμένο και μυστηριώδες, μέχρι που το αποκάλυπτε ο πατέρας του. Ποτέ δεν ήταν σίγουρος στο τι να απαντήσει, αλλά πάντα προσπαθούσε.
«Υποθέτω ότι,» είπε το αγόρι διστακτικά, «και στις δυο περιπτώσεις, εμείς καθόμαστε και βλέπουμε αυτό που συμβαίνει. Άρα, δεν έχουμε κάποια δύναμη να αλλάξουμε το αποτέλεσμα, και η ελπίδα στο τέλος ή χάνεται ή παραμένει.»
«Αχ, ήσουν κοντά αλλά το έχασες στο τέλος. Κοίτα ξανά προς το φ…» Η Μοίρα ήταν μαζί του εκείνη τη νύχτα.
Πριν προλάβει να τελειώσει αυτό που έλεγε, το φως στην απόσταση έσβησε, αφήνοντάς τους να κοιτάνε το απέραντο μαύρο φόντο. Ο πατέρας χαμογέλασε ακόμα μια φορά, και γύρισε προς το γιό του.
«Τέλεια. Βλέπεις τώρα, σύμφωνα με αυτό που είπες, η ελπίδα πέθανε, σωστά; Αλλά η αλήθεια είναι, ότι και τα δυο αποτελέσματα του μαθήματος είναι ένα και το αυτό. Και ξέρεις γιατί; Γιατί και στα δυο, υπάρχει κάτι πολύ σημαντικό που παραμένει το ίδιο. Ο ήλιος πάντα ανατέλλει, και το φως αυτό πάντα θα σβήνει. Αν σβήσει πριν την ανατολή, τότε ο ήλιος έρχεται να μας σώσει από τις αμφιβολίες που μας στοιχειώνουν. Και αν όμως το φως παραμείνει, τελικά θα το εξαφανιστεί μέσα στον ήλιο, και θα γίνει ένα με αυτόν, ως ένας φάρος από όνειρα και ζεστασιά. Και το μάθημα πίσω από την αλήθεια αυτή είναι ότι, όταν η ελπίδα, ή το φως, σβήσει και χαθεί, έχουμε μια επιλογή. Μπορούμε να επιλέξουμε να σηκωθούμε και να φύγουμε, να πάμε πίσω για ύπνο με τίποτα πέρα από τον πόνο που λάβαμε βλέποντας το να φεύγει. Ή, μπορούμε να επιλέξουμε να μείνουμε εδώ, περιμένοντας την ανατολή. Να αντισταθούμε στο σκοτάδι και να ελπίζουμε στο καινούργιο, λαμπερό πρωινό που τελικά πάντα έρχεται. Δεν είμαστε αδύναμοι ενάντια στη Μοίρα ή το Πεπρωμένο, γιε μου. Το μόνο που χρειάζεται είναι να εμπιστευτούμε ότι με το χρόνο, η αποφασιστικότητα και η πίστη μας στο φως θα νικήσουν το σκότος, όπου και να είμαστε.»
Όταν σταμάτησε να μιλάει, είδε ένα δάκρυ στα μάτια του γιού του. Ο μικρός το σκούπισε γρήγορα, και πριν προλάβει να πει κάτι, ο ορίζοντας τους αντάμειψε με την πρώτη ηλιαχτίδα, και την επικείμενη αυγή. Και οι δυο αναστέναξαν βαθιά, και ο πατέρας έσφιξε τον ώμο του αγοριού, και ρώτησε.
«Τι πρέπει να κάνεις τώρα;»
Ο μικρός γύρισε πρώτα στον πατέρα του, χαμογέλασε, και ξαναγύρισε προς τον ήλιο που μόλις εμφανιζόταν πάνω από τον τώρα πορτοκαλί ορίζοντα. Και περίμενε…
Γιάννα Τσαλίμη On December 23, 2021 at 16:42
Μα τί βαθυστόχαστη γραφή ! Δεν σε ξέρω, αλλά άν τυχαία συναντηθούμε, θα ξέρω πώς να ξεχωρίσω ανάμεσα στο πλήθος μία αδελφή ψυχή !