Ήταν ένα δύσκολο πρωινό. Είχα περάσει τρεις μέρες άγρυπνος διαβάζοντας ξανά και ξανά τον Βασιλιά με τα Κίτρινα, καταβροχθίζοντας τις κολασμένες και αριστοτεχνικές στροφές του τη μία μετά την άλλη. Είναι απίστευτο πως ένα βιβλίο μπορούσε να γίνει ο στόχος τόσου μίσους έναν αιώνα πριν και πόσο μάλλον ένα βιβλίο που από την πρώτη πρόταση που διαβάζεις καταλαβαίνεις πως τόσο ο απύθμενος τρόμος που σου προκαλεί όσο και η ατόφια τέχνη που παρουσιάζει είναι αλήθεια. Γιατί τι άλλο θα μπορούσε να είναι και να μπορεί να σε ταρακουνά βαθιά μέσα σου, λες και ο άντρας που το έγραψε χρησιμοποίησε την ίδια του την ψυχή για να υφάνει τις λέξεις; Ίσως για αυτό να έδωσε τέλος στη ζωή του όταν το ολοκλήρωσε. Πώς να ζήσει δίχως ψυχή;
Την τρίτη μέρα, αφού το τελείωσα, δεν μπορούσα να ηρεμήσω. Είχα την αίσθηση πως επέστρεφα σε έναν λήθαργο πιο βαθύ και από τον σκοτεινό ωκεανό και πως το βιβλίο αυτό ήταν η πρώτη γεύση που είχα λάβει ποτέ από τον ξύπνιο κόσμο. Δεν άντεχα την σκέψη ότι θα γυρνούσα στον ήσυχο θάνατο που ονομάζουμε ύπνο, οπότε έκατσα στον υπολογιστή μου. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τύμπανο μέσα στο στήθος μου και το στομάχι μου είχε γίνει βαρύ σαν από μολύβι καθώς το μπλε φως της οθόνης χτυπούσε το σφιγμένο πρόσωπό μου. Τα άκρα μου ήταν μουδιασμένα και με δυσκολία μπορούσα να τα κινήσω. Το μυαλό μου, όμως, διψούσε για ενέργεια και δημιουργία, τρομαγμένο από την απραγία και παθητικότητα που είχε γνωρίσει μέχρι τώρα, φοβισμένο από το ψέμα του κόσμου που είχε γνωρίσει έως τότε.
Ξεκίνησα να γράφω πυρετωδώς. Τα χέρια μου χόρευαν πάνω στο πληκτρολόγιο και οι λέξεις ξεχύνονταν από μέσα μου, σαν να ύφαινα και γω την ψυχή μου μέσα σε αυτό που δημιουργούσα. Δεν ήταν κείμενο. Δεν ήταν ποίημα ή θεατρικό έργο. Ήταν στη γλώσσα που εγώ είχα επιλέξει λίγα χρόνια πριν να αφιερωθώ όταν διάλεξα να σπουδάσω στο Πολυτεχνείο. Ο κώδικας μου γέμιζε γρήγορα την οθόνη, γραμμή με γραμμή, και εγώ αδυνατούσα να σταματήσω τα δάχτυλα μου από το να πληκτρολογούν γράμματα, σύμβολα και αριθμούς. Είναι περίεργο πως σε μία γλώσσα φτιαγμένη για να την καταλβαίνουν ψυχρά μηχανήματα και δημιουργήματα της μαθηματικής λογικής μπορεί κανείς να αποδώσει εκφράσεις που φαίνεται να παραβιάζουν την ιερότητα της ύπαρξης. Καμία γωνιά του μυαλού μου δεν συγκράτησε το βλάσφημο έργο μου, καμία σπιθαμή μου δε θυμόταν πως έφτασα στη δημιουργία του, όταν όμως τελείωσα ένιωσα μία αγαλλίαση, μία ανακούφιση που όμοια της δεν έχω ξαναζήσει.
Την επόμενη από εκείνη τη μέρα πήγα στο Πολυτεχνείο χωρίς να έχω κοιμηθεί. Ήταν η ημέρα παρουσίασης της δουλειάς μου και κρατούσα μαζί τον φορητό μου υπολογιστή ο οποίος έφερε το καταραμένο έργο μου από το προηγούμενο βράδυ. Αν και άυπνος όμως, ένιωθα ήρεμος, πιο γαλήνιος από ποτέ, σαν να είχα επιτέλους αφαιρέσει από μέσα μου τις συγκρούσεις και πλέον υπήρχα καθαρός και ολόκληρος, είτε αυτό είναι από φως είτε από σκοτάδι.
Έφτασα έξω από το τμήμα μου όπου θα γινόταν η παρουσίαση. Είχε μαζευτεί κόσμος τριγύρω, τόσο φοιτητές και ακαδημαϊκοί όσο και εξωτερικοί επισκέπτες που ήθελαν να παρακολουθήσουν από ανθρώπινη περιέργεια. Η δουλειά μου ήταν πάνω σε αυτόνομους ρομποτικούς πράκτορες που διαθέτουν τη νοημοσύνη ώστε να αναγνωρίσουν και να κινηθούν στο χώρο επιτελώντας συγκεκριμένες διεργασίες. Η σημερινή παρουσίαση αποτελούσε την διεξαγωγή ενός αγώνα ποδοσφαίρου μεταξύ τέτοιων ρομποτικών πρακτόρων, με κάθε έναν από εμάς που δουλεύαμε στο πρότζεκτ να έχουμε στη διάθεση μας από έναν ρομποτικό παίκτη. Πήρα και εγώ, όπως και οι συναδέλφοι μου, το ρομπότ μου από το κεντρικό γραφείο και το συνέδεσα στον φορητό υπολογιστή μου. Το μισού μέτρο ανθρωπόμορφο σασί του κουνήθηκε, σηκώνοντας το χέρι του, υποδεικνύωντας έτσι πως ο ηλεκτρονικός του εγκέφαλος ήταν έτοιμος να δεχτεί τον κώδικα μου. Χωρίς δεύτερη σκέψη, πέρασα το εξώκοσμο σύνολο χαρακτήρων στο μεταλλικό ανδρείκελο και το επέστρεψα στο χώρο της εκδήλωσης όπου και το έστησα στο μικρό γήπεδο που είχε φτιαχτεί στα πλαίσια της παρουσίασης. Στη μέση, η έντονα χρωματισμένη με κόκκινο μπάλα περίμενε την αρχή του αγώνα. Το σήμα δόθηκε και ο αγώνας ξεκίνησε.
Όλα τα μικρά σαν παιδιά ρομπότ κούνησαν τα κεφάλια τους δεξιά και αριστερά για να περιεργαστούν τον χώρο, να μετρήσουν τις διαστάσεις του και να εντοπίσουν την κόκκινη μπάλα. Το δικό μου χρειάστηκε το μισό χρόνο από τα υπόλοιπα, προς έκπληξη όσων στο κοινό διέθεταν γνώσεις επί του τομέα, και έτσι ξεκίνησε πρώτο.
Ο αγώνας κυλούσε και το ρομπότ μου φαινόταν να κινείται πιο πολύ σαν πραγματικό ον παρά σαν τεχνητό κατασκεύασμα. Κάθε του επίθεση και άμυνα συγκέντρωνε επιφωνήματα θαυμασμού από το κοινό ενώ κάθε του επιτυχές γκολ προκαλούσε χειροκροτήματα και ζητοκραυγασμούς. Κάποια στιγμή όμως, στα μισά του αγώνα, σταμάτησε να κινείται, αφήνοντας στη μέση μία επίθεση και γυρνόντας το κεφάλι του αργά εκτός του γηπέδου. Ησυχία έπεσε στην εκδήλωση, με μόνο ήχο το ηλεκτρικό βούισμα που έκαναν τα μοτέρ των αθρώσεων των μεταλλικών παικτών. Το ρομπότ μου άρχισε να κινείται και πάλι, μα αυτή τη φορά προς το κοινό. Το βλέμμα του είχε κλειδώσει πάνω σε ένα παιδί δύο χρονών που φορούσε ένα κόκκινο καπέλο. Κάποιοι γέλασαν με το μπερδεμένο ρομπότ, μαζί και οι γονείς του παιδιού που το ακούμπησαν στο έδαφος για να πλησιάσει το ανθρωπόμορφο μηχάνημα. Όταν αυτό έφτασε μπροστά του, το παιδί έχασε την ισορροπία του και έπεσε στο έδαφος με τρόπο που φάνηκε διασκεδαστικό στο υπόλοιπο κοινό το οποίο ξεκίνησε να γελάει. Το τράνταγμα του παιδικού κεφαλιού, όμως, από το μεταλλικό λάκτισμα έκανε το γέλιο να εξαμφανιστεί και να αντικατασταθεί από έντρομη ησυχία. Ξανά και ξανά το μηχανημα οδήγησε το άψυχο πόδι του στο κρανίο του παιδιού, με τους γονείς του να έχουν παγώσει από τον ανεξήγητο τρόμο που βίωναν, σαν και εκείνοι για πρώτη φορά να βίωναν τον ξύπνιο κόσμο μου από το λήθαργο τους μαζί με το υπόλοιπο κοινό. Για τα ελάχιστα δευτερόλεπτα που κράτησε η φρικτή σκηνή, ο μόνος ήχος που επικρατούσε ήταν αυτός του μέταλλου που προσέκρουε με δύναμη πάνω στο ντυμένο με σάρκα οστό, σε συνδυασμό με το πυρετώδες βούισμα του μοτέρ του. Τελικά η αφύσικη σιωπή έληξε με την αποκόλληση του κεφαλιού και το ξέσπασμα σε κραυγές αγωνίας από τους γονείς του παιδιού.
Καθ’όλη τη διάρκεια εγώ κοιτούσα, όχι τρομοκρατημένος ή παγωμένος από την απέχθεια του δημιουργήματος μου, μα περήφανος και τυφλωμένος από την ολοκληρωτική ομορφιά του. Η δίκη μου ήταν συνοπτική καθώς δεν προσπάθησα να αθωωθώ για τις πράξεις μου. Τι σημαντικότερο άλλωστε για έναν καλλιτέχνη από το να αναγνωρίζεται το έργο του. Και αυτό σίγουρα ήταν ένα έργο που άξιζε την αναγνώριση του κόσμου, αντάξιο των μεγαλύτερων μυαλών της ιστορίες. Ζήτησα μόνο να είμαι αυτός που θα έδινε το τέλος στο ανθρωπόμορφο μέσο της δημιουργίας μου.
Στην αίθουσα του δικαστηρίου ένας αστυνομικός έφερε το ρομπότ μου κρατώντας το από τη μέση και εκείνη τη στιγμή έμοιαζε όντως σαν παιδί στα μάτια μου. Το ακούμπησε μπροστά μου και εγώ γονάτησα. Χαΐδεψα την παγωμένη μεταλλική επιδερμίδα του κεφαλιού του και κοίταξα τα κενά μάτια του με ένα τρυφερό χαμόγελο. Το έφερα κοντά μου και έσκυψα για να ανοίξω πίσω του την υποδοχή που κρατούσε την κάρτα μνήμης που ήταν αποθηκευμένος ο κώδικας μου. Ένιωθα σα γονιός που γονάτιζε για να αγκαλιάσει το παιδί του. Και πράγματι, καθώς πίεσα το ελατήριο, βγάζοντας την κάρτα μνήμης, ένιωσα το μικρό χεράκι του στην πλάτη μου να με χαϊδεύει καθησυχαστικά.